Οι κυριότερες θεωρίες για τη μάθηση

Από τις αρχές του 20ου αιώνα έχουν διατυπωθεί ποικίλες θεωρίες για τη μάθηση. Συνοπτικά, θα λέγαμε ότι για τη φύση της μάθησης υπάρχουν τρεις βασικοί θεωρητικοί προσανατολισμοί: Μία μερίδα μελετητών θεωρεί ότι οι καθοριστικοί παράγοντες που συντελούν στη μάθηση εντοπίζονται στο ίδιο το άτομο που μαθαίνει (νοητικές ικανότητες, διαθέσεις κ.λ.π.). Μια άλλη μερίδα μελετητών διισχυρίζεται ότι είναι καταλυτικής σημασίας για τη μάθηση ο ρόλος των εξωτερικών επιδράσεων που δέχεται το άτομο, το οποίο υποβάλλεται στη διαδικασία της μάθησης.  Τέλος, υπάρχουν και μελετητές - θιασώτες της άποψης ότι η μάθηση προέρχεται από την αλληλεπίδραση ατόμου και περιβάλλοντος. Ειδικότερα, οι σημαντικότερες θεωρίες για τη μάθηση είναι:

1. Η θεωρία του γλωσσολόγου N. Chomsky: Στη θεωρία αυτή το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στη γλωσσική ανάπτυξη, ως προϋπόθεση απαραίτητη για την εξασφάλιση της μάθησης. Κατά τον N. Chomsky, σε όλες τις γλώσσες υπάρχουν κοινά στοιχεία, συνεπώς κάθε μαθητής έχει την ικανότητα της γλωσσικής ανάπτυξης. Οι απαρχές της εκμάθησης της γλώσσας είναι προσδιορισμένες γενετικά και έχουν την έδρα τους στις δομές της νόησης του ατόμου.

2. Η θεωρία του συμπεριφορισμού (J. Watson, F. Skinner): Οι εμπνευστές αυτής της θεωρίας υποστηρίζουν ότι η μάθηση προέρχεται από μια σειρά εξωτερικών ερεθισμάτων, τα οποία δέχεται το άτομο, χάρη στα οποία εκείνο διαμορφώνει συγκεκριμένες συμπεριφορές. Συνεπώς, η κατάκτηση ή όχι της μάθησης εξαρτάται από τον ρόλο του εκπαιδευτικού και τις μεθοδολογικές επιλογές στις οποίες αυτός προβαίνει.

3. Η θεωρία του Α. Bantura: Κατά τον Α. Bantura, μάθηση είναι η αλλαγή στη συμπεριφορά που προκαλείται από το εξωτερικό περιβάλλον και κυρίως από τη συμπεριφορά των άλλων που λειτουργεί ως πρότυπο. Το άτομο δεν αντιδρά στις επιδράσεις του περιβάλλοντος μηχανιστικά, αλλά τις επιλέγει, τις ερμηνεύει βάσει των ενσωματωμένων εμπειριών του και εν συνεχεία δρα. Το βέβαιο είναι, σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, ότι άτομο και εξωτερικές επιδράσεις αλληλενεργούν.

4. Η θεωρία της γενετικής ψυχολογίας (J. Piaget): Ο J. Piaget υποστήριξε ότι η διανοητική ανάπτυξη του ατόμου συντελείται εξελικτικά, μέσα από μια διαδικασία εξισορρόπησης στοιχείων που αφορούν τόσο στο άτομο, όσο και στο περιβάλλον. Η διαδικασία διέρχεται από πολλά στάδια, καθένα από τα οποία συνιστά προέκταση του προηγούμενου, ενσωματώνοντας στοιχεία αυτού και επαναδιοργανώνοντάς τα σε μια πιο πλούσια και ευέλικτη ως προς την τάση εξισορρόπησης δομή. Η δομή αυτή επίσης μετασχηματίζεται στο επόμενο στάδιο.

5. Η θεωρία του κοινωνικού εποικοδομητισμού του L. Vygotsky: Κατά τη θεωρία αυτή, μέσα από μια διαρκή αλληλεπίδραση με την κοινωνική πραγματικότητα το άτομο μαθαίνει. Όμως, αντίθετα με τον J. Piaget, που θεωρεί ότι οι κοινωνικές επιπτώσεις έχουν γενικό και αφηρημένο χαρακτήρα, αυτή η θεωρία πρεσβεύει ότι οι κοινωνικές επιπτώσεις συνδέονται με την κουλτούρα και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ανθρώπων του άμεσου περιβάλλοντος, όπου το άτομο αναπτύσσεται. Το κέντρο βάρους βρίσκεται στην αλληλεπίδραση ατόμου και ανθρώπινου περιβάλλοντος.

6. Η θεωρία της «συναισθηματικής νοημοσύνης» του D. Goleman: Η θεωρία αυτή αξιοποιεί πρόσφατα νευροεπιστημονικά ευρήματα που αποδεικνύουν ότι η νοημοσύνη δεν αποτελείται μόνο από μια σειρά γλωσσικών και μαθηματικών δεξιοτήτων (δείκτης νοημοσύνης). Ο D. Goleman ισχυρίζεται ότι υπάρχει και η «συναισθηματική νοημοσύνη» που αποτελείται από ένα πλέγμα δεξιοτήτων καθοριστικών για την προσωπική και κοινωνική ζωή, όπως είναι η αυτοεπίγνωση, ο αυτοέλεγχος, η ενσυναίσθηση (αναγνώριση των συναισθημάτων των άλλων), η δημιουργικότητα, η ικανότητα επίλυσης διαφωνιών και η συνεργασία. Η «συναισθηματική νοημοσύνη» δεν θεωρείται γενετικά προσδιορισμένη, αντιθέτως μεταβάλλεται και εξελίσσεται υπό την επίδραση των εμπειριών της ζωής, μετά από μαθήματα που λαμβάνουμε ως παιδιά στο σπίτι και στο σχολείο.