Πολιτισμικές διαφορές και κοινωνικές ανισότητες στο σύγχρονο σχολείο

Το γεγονός ότι ζούμε σε μια πολυπολιτισμική ελληνική κοινωνία έχει επηρεάσει αναπόφευκτα και την εκπαίδευση. Πέραν όμως από τις θετικές όψεις που αφορούν στον διαπολιτισμικό χαρακτήρα που καλείται να υιοθετήσει η εκπαίδευση σήμερα με την έμφαση εστιασμένη στον σεβασμό της διαφορετικότητας του άλλου, η παρουσία μαθητών που κατάγονται από διαφορετικά έθνη ή προέρχονται από διαφορετικά κοινωνικά στρώματα είναι δυνατό να δημιουργήσει αρκετά ζητήματα που χρήζουν άμεσης διαχείρισης από την εκπαιδευτική κοινότητα. Τα προβλήματα αυτά πηγάζουν από την ύπαρξη πολιτισμικών διαφορών και κοινωνικών ανισοτήτων των μαθητών που φοιτούν σ’ ένα σχολείο, το οποίο μάλιστα βρίσκεται σ' ένα αστικό κέντρο.

Αρχικά, είναι σκόπιμο να επικεντρώσουμε το ενδιαφέρον μας στις ιδιαιτερότητες των Ελλήνων μαθητών που φοιτούν στο σχολείο μιας πόλης. Όσοι από αυτούς προέρχονται από τα μεσο – ανώτερα κοινωνικά στρώματα, έχουν εξοικειωθεί από τις οικογένειές τους με την ανάγνωση βιβλίων και με τον γλωσσικό κώδικα της κοινής νεοελληνικής γλώσσας, στον οποίο είναι γραμμένα τα σχολικά εγχειρίδια. Oι Έλληνες μαθητές που ζουν σε λαϊκά προάστια της πόλης, άρα προέρχονται από οικογένειες χαμηλού κοινωνικού και μορφωτικού επιπέδου, χρησιμοποιούν τον περιορισμένο γλωσσικό κώδικα της ελληνικής γλώσσας των λαϊκών στρωμάτων, που διαφοροποιείται από τον επεξεργασμένο κώδικα της πρότυπης ελληνικής γλώσσας, στην οποία είναι γραμμένα τα σχολικά εγχειρίδια και την οποία ομιλούν και απαιτούν από τους μαθητές οι εκπαιδευτικοί στο ελληνικό σχολείο. Επιπλέον, δεν είναι εξοικειωμένοι με το βιβλίο από την οικογένεια και συνήθως δεν υποστηρίζονται στην εκμάθηση της πρότυπης γλώσσας από τους γονείς που συχνά αντιστέκονται στην επιβαλλόμενη από το σχολείο γλωσσική μετατόπιση λόγω των προβλημάτων διαπροσωπικής επικοινωνίας που αυτή δημιουργεί στο οικιακό - κοινωνικό περιβάλλον, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά η Ά. Φραγκουδάκη στο Κλειδιά και Αντικλείδια ( http://www.kleidiakaiantikleidia.net).

Ένα άλλο εμπόδιο που καλείται να αντιμετωπίσει το σύγχρονο σχολείο είναι η εκπαίδευση των αλλοδαπών μαθητών που κατοικούν στην ίδια με τους Έλληνες μαθητές περιοχή. Οι μαθητές αυτοί, λόγω της εθνοπολιτισμικής τους καταγωγής, είναι φυσικοί ομιλητές της γλώσσας της χώρας από την οποία προέρχονται και λόγω της μετανάστευσης της οικογένειάς τους στην Ελλάδα, έχουν αρχίσει να καθίστανται δίγλωσσοι, μαθαίνοντας την ελληνική γλώσσα για να καλύψουν τις επικοινωνιακές τους ανάγκες. Επειδή όμως κοινωνικά, λόγω και της διαμονής τους σε λαϊκό προάστιο, κατάγονται από λαϊκά στρώματα χαμηλού μορφωτικού επιπέδου, οι μετανάστες μαθητές δεν έχουν εξοικειωθεί με την ανάγνωση βιβλίων στο οικιακό τους περιβάλλον και χρησιμοποιούν, όπως και οι Έλληνες, περιορισμένο γλωσσικό κώδικα τόσο στη μητρική, όσο και στην ελληνική γλώσσα, διαφορετικό από τον επεξεργασμένο κώδικα της πρότυπης ελληνικής γλώσσας που απαιτείται από το σχολείο και τα σχολικά εγχειρίδια.

Επιπρόσθετα, ένα ζήτημα που χρήζει διαχείρισης από την εκπαιδευτική κοινότητα είναι η συνύπαρξη στο σχολείο τσιγγάνων και μη τσιγγάνων μαθητών. Οι τσιγγάνοι μαθητές προέρχονται από μια ισχυρή πολιτισμική κοινότητα με διακριτά κοινωνικά χαρακτηριστικά, όπως είναι η γλώσσα (παρ’ ότι είναι δίγλωσσοι, αφού γνωρίζουν και την ελληνική των λαϊκών στρωμάτων), η εμφάνιση, η συμπεριφορά, η μη τήρηση των κανόνων προσωπικής υγιεινής. Τα γνωρίσματα αυτά διαφοροποιούνται από τα αντίστοιχα γνωρίσματα τόσο των Ελλήνων που φέρουν τα χαρακτηριστικά της πλειοψηφούσας στην περιοχή κοινωνικής τάξης, όσο και των αλλοδαπών που φέρουν τα γνωρίσματα τόσο της τάξης τους, όσο και των ελληνικών λαϊκών στρωμάτων, επειδή οι οικογένειές τους επιδιώκουν την ένταξη στην ελληνική κοινωνία και γι’ αυτό επιζητούν την κοινωνική κινητικότητα.

Τέλος, το σχολείο οφείλει να αντιμετωπίσει και τις απόψεις των Ελλήνων μη τσιγγάνων γονέων που προέρχονται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα, οι οποίοι συχνά θεωρούν ότι η χαμηλή επίδοση των παιδιών τους οφείλεται στη συνύπαρξή τους με αλλοδαπούς που δεν γνωρίζουν καλά ελληνικά, γι’ αυτό εξάλλου προτείνουν την ένταξη των αλλοδαπών μαθητών σε διαφορετικά τμήματα. Δεν είναι σε θέση να συνειδητοποιήσουν την έλλειψη προπαιδείας από το οικιακό περιβάλλον των ίδιων των παιδιών τους και την απόκλιση της ομιλούμενης γλώσσας τους από εκείνη του σχολείου. Επιπλέον, πιστεύουν ότι η ύπαρξη των τσιγγάνων μαθητών στο σχολείο θέτει σε κίνδυνο την υγεία και την κοινωνική συμπεριφορά  των παιδιών τους, που όμως διαφέρει ούτως ή άλλως από αυτή που το σχολείο ορίζει ως δέουσα. Οι τσιγγάνοι μαθητές κρίνονται σχολικά απορριπτέοι από τους γονείς που επιθυμούν να περιφρουρήσουν την ταυτότητα της κοινωνικής τους τάξης ανταγωνιζόμενοι τη μειονοτική κοινωνική ομάδα των τσιγγάνων. Και αυτό συμβαίνει διότι οι Έλληνες γονείς θεωρούν ότι στο ελληνικό σχολείο είναι πολιτισμικά ανώτεροι έναντι των αλλόγλωσσων και των τσιγγάνων μαθητών, άρα το σχολείο θα πρέπει να ανταποκρίνεται στις ανάγκες τους.

Τα προαναφερθέντα προβλήματα είναι καίριας σημασίας και χρήζουν άμεσης αντιμετώπισης από το σύγχρονο σχολείο. Η εκπαιδευτική πολιτική που θα ήταν σκόπιμο να υιοθετηθεί από τον διευθυντή του σχολείου και την εκπαιδευτική κοινότητα θα πρέπει να στοχεύει στη διευκόλυνση της ένταξης των αλλοδαπών και τσιγγάνων μαθητών και παράλληλα στην παροχή πρόσθετης βοήθειας ώστε να βελτιωθεί η επίδοση όλων ανεξαιρέτως των μαθητών στο σχολείο.