Η έννοια του «αναδυόμενου γραμματισμού» στην εκπαίδευση

Στο τελευταίο τέταρτο του 20 αιώνα διατυπώθηκε μια εξόχως ενδιαφέρουσα θεωρία αναφορικά με τον τρόπο κατά τον οποίο τα μικρά παιδιά μαθαίνουν ανάγνωση και γραφή. Ο εισηγητής της θεωρίας του «αναδυόμενου γραμματισμού», N. Hall (1987) ισχυρίστηκε ότι  η ικανότητα χρήσης του γραπτού λόγου πηγάζει από τα ίδια τα παιδιά, πριν ακόμα φοιτήσουν στη σχολική εκπαίδευση, εφόσον αυτά αναπτύσσονται και επενεργούν σ’ ένα περιβάλλον όπου κυριαρχεί ο έντυπος λόγος.
Η έννοια του αναδυόμενου γραμματισμού λοιπόν τοποθετεί τα αρχικά στάδια της αναγνωστικής διαδικασίας όχι στο περιορισμένο σχολικό περιβάλλον, όπου τα παιδιά διδάσκονται ανάγνωση και γραφή συστηματικά και ανεπηρέαστα από υποκειμενικές κρίσεις του δασκάλου και δικές τους, αλλά σ’ ένα ευρύτερο πολιτισμικό περιβάλλον με πολλαπλά ερεθίσματα, όπου αυτά ζουν, αντιλαμβάνονται και δρουν.

Η θεωρία αυτή ήλθε σε άμεση αντιπαράθεση με την έως τότε παραδεδεγμένη αντίληψη ότι οι διαδικασίες της ανάγνωσης και της γραφής είναι οπτικές / αντιληπτικές και αναφέρονται στην δεξιότητα που αναπτύσσει υπό τις συστηματικές οδηγίες του δασκάλου ένα μη εγγράμματο παιδί ηλικίας πέντε ή έξι ετών σε ό,τι αφορά το σωστό συνδυασμό, βάσει κανόνων, μιας μονάδας λόγου της γλώσσας του με ένα συγκεκριμένο ήχο. Καθώς δηλαδή τα παιδιά παρατηρούν τους εγγράμματους ενηλίκους να διαβάζουν ή να γράφουν, συνειδητοποιούν εγγενείς λειτουργίες του γραπτού λόγου, όπως τι πρέπει να προσέξουν, πώς να χειριστούν το έντυπο υλικό που διαθέτουν, ποια διαδικασία πρέπει να ακολουθήσουν για να επιτύχουν τον σκοπό τους.

Συχνά παρατηρούμε παιδιά προσχολικής ηλικίας που δεν γνωρίζουν ανάγνωση, να παριστάνουν τους αναγνώστες του αγαπημένου τους παραμυθιού, του οποίου μάλιστα το νόημα καταφέρνουν να αποδώσουν χρησιμοποιώντας διαφορετικές λέξεις και μάλιστα πολλές φορές συνώνυμες. Εξάλλου, τα μικρά παιδιά  έχουν την πρόθεση να αποδίδουν, ως αναγνώστες, νόημα στο έντυπο που επιχειρούν να αναγνώσουν. Και εφόσον αυτά νοηματοδοτούν το έντυπο, επιστρατεύονται κατ΄ ανάγκη, εκτός από τις ανεπαρκώς αναπτυγμένες, λόγω ηλικίας σ’ αυτά, γλωσσικές στρατηγικές, ποικίλες γνωστικές και κοινωνικές διαδικασίες, ανατρέχοντας στο κοινωνικό συμφραζόμενο μέσα στο οποίο υφίσταται και λειτουργεί το εκάστοτε έντυπο

Επίσης, διαπιστώνεται ότι τα μικρά παιδιά, χωρίς να γνωρίζουν γραφή, παίρνουν το μολύβι και γεμίζουν το χαρτί με σκαριφήματα, δηλώνοντας ότι έγραψαν. Επιπρόσθετα, τα παιδιά προτού φοιτήσουν στο σχολείο αποκτούν την ικανότητα να αναγνωρίζουν σήματα ή πινακίδες, εντοπίζουν τα βασικά χαρακτηριστικά των βιβλίων (εξώφυλλο, τίτλος, σελίδα κ.ά.) που υπάρχουν στο χώρο τους, συνειδητοποιούν τη φορά του γραπτού λόγου, θυμούνται τον ήχο των γραμμάτων και πολύ αργότερα συνειδητοποιούν τις συμβάσεις του γραπτού λόγου στην προσπάθειά τους να αποκωδικοποιήσουν τα γραπτά μηνύματα, όπως αναφέρει ο Α. Αϊδίνης, Α. (2003) στο άρθρο «Η μάθηση και χρήση ιεραρχικών κανόνων στην ανάγνωση» που περιέχεται στο σύγγραμμα Γλώσσα και Μαθηματικά στην προσχολική ηλικία, Πρακτικά Επιστημονικού Συνεδρίου 22-23 Νοεμβρίου 2002 (Ρέθυμνο: Έκδοση Παιδαγωγικού Τμήματος Προσχολικής Εκπαίδευσης Πανεπιστημίου Κρήτης).

Φυσικά, τα παιδιά προσχολικής ηλικίας αναδεικνύουν δεξιότητες ανάγνωσης και γραφής αφένος όταν τους παρέχονται πλούσια ερεθίσματα στο περιβάλλον όπου ζουν και αφετέρου, όταν οι ενήλικες αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες να οργανώσουν δραστηριότητες με συγκεκριμένο νόημα και σκοπό που θα υποστηρίξουν κάθε πειραματισμό του παιδιού στην ανάγνωση και γραφή. Η προώθηση του γραμματισμού στο οικογενειακό περιβάλλον αποτελεί άλλωστε βασικό προσχολικό δείκτη πρόγνωσης αναγνωστικών δεξιοτήτων στο σχολείο, όπως επισημαίνουν οι τους Α. Μουζάκης, Α. Πρωτόπαπας, Δ. Τσαντούλα (2007) στο «Προσχολικοί δείκτες πρόγνωσης αναγνωστικών δεξιοτήτων στην Α′ Δημοτικού» ( http://www.ilsp.gr/homepages/protopapas/pdf/Mouzaki_etal_2007_submEpAg.pdf).
Λαμβάνοντας υπόψη μας τα παραπάνω, ιδιαίτερη έμφαση θα πρέπει να δοθεί σε ό,τι αφορά τις πρακτικές των γονέων ή ατόμων του οικείου περιβάλλοντος στο συμβολικό παιχνίδι, στο πλαίσιο του οποίου τα μικρά παιδιά εξερευνούν και να κατανοούν καλύτερα τον κόσμο που τα περιβάλλει, ανασυνθέτουν έπειτα από την ανάγνωση του γονέα παραμύθια και ιστορίες και συζητούν γι’ αυτά, ελέγχουν τον προφορικό λόγο και τα συναισθήματά τους σε δεδομένες συνομιλιακές συνθήκες, μιμούνται πρόσωπα ή πράγματα χρησιμοποιώντας γραφική ύλη του περιβάλλοντος όπου ζουν, κατανοούν οδηγίες και κανόνες (συχνά γραπτούς με τη μορφή συμβόλων) του έντυπου υλικού του περιβάλλοντός τους, αναπτύσσουν γραφοκινητικές δεξιότητες σχεδιασμού, συνειδητοποιήσουν την ομοιοκαταληξία των λέξεων μέσα από την ακρόαση ομοιοκατάληκτων τραγουδιών των γονιών τους. Με τις παραπάνω τεχνικές τα παιδιά από πολύ νωρίς θα εφοδιαστούν με γλωσσικές εμπειρίες σ’ ένα περιβάλλον όπου θα έχουν δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις ώστε να αισθανθούν εκείνα την ανάγκη να ανακαλύψουν τους ήχους, την ονομασία και τη συνδυαστική δυνατότητα των γραμμάτων και να κατακτήσουν την αναγνωστική ετοιμότητα. Προς την κατεύθυνση αυτή θα πρέπει οι γονείς να μιλούν στα παιδιά με ευκρίνεια σαν να απευθύνονται σε ενήλικα και να αποτελούν ένα γενικά υγιές πρότυπο αναγνωστικής συμπεριφοράς για τα ίδια.

Σύμφωνα με το Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Προγραμμάτων Σπουδών (ΔΕΠΠΣ) για το Νηπιαγωγείο και την υποχρεωτική εκπαίδευση (Υπ. Απ. Γ2/ 21072, ΦΕΚ 304/Τ. Β΄/ 13-3-2003), ο γραπτός λόγος προσεγγίζεται σύμφωνα με τη θεωρία του αναδυόμενου γραμματισμού, κατά την οποία οι παιδαγωγοί εκμεταλλεύονται και διευρύνουν τα ερεθίσματα των παιδιών που προέρχονται από το περιβάλλον όπου ζουν, παρέχοντάς τους πολλές ευκαιρίες γραφής και ανάγνωσης, με αφορμή την επεξεργασία του έντυπου υλικού. Βέβαια, αν η επιμόρφωση των παιδαγωγών δεν είναι επαρκής, ελλοχεύει ο κίνδυνος να παρερμηνεύσουν εκείνοι τους στόχους που αφορούν στην ανάπτυξη του γραμματισμού και να προχωρήσουν σε συστηματική διδασκαλία της ανάγνωσης και της γραφής χρησιμοποιώντας τετράδια γραφής που έχουν θέση μόνο στο δημοτικό σχολείο. Επιπλέον, ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί από τους νηπιαγωγούς στα παιδιά που προέρχονται από μειονοτικές ομάδες, τα οποία φέρουν διαφορετική εμπειρία γραμματισμού στο περιβάλλον του σχολείου τους και συχνά η εμπειρία αυτή γίνεται αντικείμενο αρνητικού σχολιασμού από τους υπόλοιπους μαθητές.

Συμπερασματικά, σύμφωνα με όσα καταγράφηκαν, συμπεραίνουμε ότι ο «αναδυόμενος» γραμματισμός που αξιοποιεί την προσωπική εμπειρία των παιδιών από τη διάδρασή τους με το περιβάλλον στο οποίο ζουν και την πρώιμη επαφή τους με τον έντυπο λόγο, τα προετοιμάζει επαρκώς για την ανάπτυξη των δεξιοτήτων ανάγνωσης και γραφής. Με τον παραπάνω τρόπο πιθανόν θα γίνει ένα βήμα προς την κατεύθυνση της άρσης των κοινωνικών ανισοτήτων στην εκπαίδευση, σύμφωνα με τις οποίες οι αδύνατοι μαθητές που δεν είναι από το περιβάλλον τους επαρκώς προετοιμασμένοι για υψηλές επιδόσεις στο σχολείο, οδηγούνται μοιράια στην περιθωριοποίηση.